νεκταρόβρυτος

νεκταρόβρυτος
νεκταρόβρυτος, -ον (Μ)
αυτός που είναι γεμάτος νέκταρ.
[ΕΤΥΜΟΛ. < νέκταρ, -αρος + -βρυτος (< βρύω «ξεχειλίζω, είμαι άφθονος»), πρβλ. ωκεανό-βρυτος χαριτό-βρυτος].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • νέκταρ — Σακχαρούχα ουσία που εκκρίνεται από ειδικά όργανα ή από αδενώδεις επιφάνειες (επιφανειακοί εκκριτικοί ιστοί) του φυτού, τα νεκτάρια, τα οποία βρίσκονται συνήθως στα άνθη, αλλά επίσης και σε άλλα φυτικά μόρια. Η παραγωγή του ν. από τα νεκτάρια των …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”